- δεξιοῖς
- δεξιόςon the right handmasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεξίοις — δείκνυμι bring to light fut opt act 2nd sg (doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσύρω — Μ [σύρω] σύρω, τραβώ προς τα εμπρός («τοῑς δεξιοῑς μὲν νεκράν, οὐ κινουμένην, εὐωνύμοις δὲ προσεσυρμένην», Πρόδρ.) … Dictionary of Greek
στερέωμα — το, ΝΜΑ [στερεῶ, ώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στερεώνω, στερέωση 2. βάση, θεμέλιο πάνω στο οποίο στερεώνεται κάτι 3. το άπειρο διάστημα στο οποίο βρίσκονται τα ουράνια σώματα, ο ουράνιος θόλος (α. «το άπειρο στερέωμα» β. «γενηθήτω τὸ… … Dictionary of Greek